24 Μαΐ 2010

προσγείωση


Δεν ονειρεύομαι, μου είπε χαμογελαστή,
γιατί σαν το πρωί ξυπνώ
αιμορραγώ οδύσσειες από το δεξί στήθος
και θαρρώ πως ακόμα υπάρχει ακαλλιέργητο νερό
Ύστερα καταλήγω να βραδιάζω με μια πόρτα υποσχέσεις
και ένα κλειδί
που σιγά σιγά βυθίζεται στα δουλεμένα κύματα.

Άλλοτε βέβαια τα ταίζω μάτια και ως ελάχιστη ανταμοιβή
κρατώ για λίγο ένα μικρό κύμα στα φθαρμένα γόνατα.

Εγώ πάλι, της αντιγύρισα, ποθώ τον θάνατο μιας απογείωσης.
Όταν δεν είμαι πολύ χαμηλά στη γη
έτσι ώστε να αλυσοδεθώ σε επιθυμίες
-δικές μου, των άλλων δεν έχει πολλή σημασία -
και δεν είμαι πολύ ψηλά στον ουρανό για να μεθύσω νέφη
και να πιστέψω άλλη μια φορά πως μπορώ.
Ναι κι ας δίνω πάντοτε την ίδια απάντηση στην αεροσυνοδό

όταν με ρωτάει τι έχω πιεί.
Όλη μου την ζωή της λέω ντροπαλά

και θυμάμαι την Μαρίζα που κατά λάθος
αγαπήθηκε σε ένα φτηνό δωμάτιο αιμορραγώντας κι εκείνη χίμαιρες.
Αλλά όχι από εκεί που όλες οι γυναίκες στάζουν ουτοπίες
μα από τα ρουθούνια καθώς χυνόταν το σπέρμα της
πάνω στα γαριασμένα σεντόνια της καθημερινότητας

lights off position for landing



Λίγο πριν την καταστροφή της είπα εμπιστευτικά
«Και μην νομίζεις ...

Ξέρω ότι όλο αυτό το χώμα γύρω μου
από τα μάτια μου κυλά κάθε φορά που προσγειώνομαι»


Μαρία Ρ.


πάει καιρός που μίσησε τα ηλεκτροσόκ παγιωμένων πτήσεων
και δεν αναζητά ναυλωμένες προθέσεων απογειώσεις
Της αρκεί να κρατά η ίδια το τιμόνι
Μόνη οδηγείται στην γεωμετρική πρόοδο της αδρεναλίνης

7 Μαΐ 2010

Ελπίδα Όχι Θάνατος


Όταν έφτασα στη τσίγκινη πόλη

είχαν ήδη βρωμιστεί τα λευκά μου υποδήματα.
Γκρεμισμένα κτίρια , παράγκες με κόκκινες
λαμαρίνες και πηγάδια ξέχειλα απο μαύρη άμμο.
Εχθρική γη , άνυδρος τόπος
Περαστικοί με χαμηλωμένο το κεφάλι
μουρμούριζαν ακατάληπτα λόγια ,
παπάδες με άμφια σκισμένα και κρατώντας
στα χέρια τους σκουριασμένα ψαλίδια
κύρητταν τον λόγο τους σε μια ντουζίνα
ψειριασμένες κότες .
Έκλαιγαν οι άμοιρες
και ρωτούσαν απεγνωσμένα
ποιά άθλια μοίρα τους είχε ρίξει στο δρόμο τους
Κάποιοι ξερίζωναν απο το ματωμένο κρανίο
ολόκληρες χούφτες μαλλιά
και μισοτρελλαμένοι έδεναν στα πόδια τους
τις ψείρες που έτρεχαν πανικόβλητες να ξεφύγουν.

Ένας απ’αυτούς με κόκκινα άμφια και μάτια

μ’έπιασε με δύναμη απο το μπράτσο
καθώς προσπαθούσα να ξεγλιστρήσω απαρατήρητη.

«Ακου τον Λόγο , τέκνο μου, και αυτός

Θα σε οδηγήσει στη Σωτηρία.
Μόνο αυτός ξέρει τα Πάντα,
Βλέπει τα Πάντα.
Ακούει τα Πάντα»

«Μα πάτερ μου,

Δεν αναζητώ την Σωτηρία.
Μήτε θέλω τον Λόγο σου να γνωρίσω.
Με φοβίζει που ειναι Παντογνώστης.
Μόνο αυτό το βιβλίο θέλω να συμπληρώσω
και μετά στο κόσμο μου να γυρίσω»

είπα διστακτικά.


Δεν ήθελα να τον θυμώσω

μα δεν μπορούσα και ψέματα να πω.

«βλάσφημη,αναφώνησε,

Για πάντα σε πύρινη γη
θα περιπλανιέσαι.
Απο Βαβυλώνες θα περνάς
και το θνητό κορμί σου
στα Σόδομα θα πουλάς
την έσχατη Νύχτα της καταστροφής τους.
Μετανόησε τώρα ,Αμαρτωλή Γυναίκα»


Λίγο πιο μακριά

μια γυναίκα συνουσιαζόταν
με ενα γουρούνι στη μέση του δρόμου.
Βουτηγμένοι ο ένας στο αίμα του άλλου
γρύλλιζαν με ηδονή.

Λευθέρωσα το χέρι μου απο το άγγιγμα του ,

για πρώτη φορά μετά απο τόσες μέρες
αισθάνθηκα βρώμικη.
Βγήκα τρέχοντας απο την αλλόκοτη πόλη

και ασθμαίνοντας ακούμπησα πάνω σε ένα
γερμένο ξύλινο στύλο.

Έβγαλα το βιβλίο απο τον κόρφο μου με τρεμάμενα χέρια

Είχε έρθει η ώρα να γράψω την δική μου σελίδα

« Γιατί


Έσβησε ο ήλιος μα και το σκοτάδι

Τα χέρια μου κατάλευκα γινήκαν

Το αίμα έγινε νερό

Το νερό θέριεψε χώμα

Το χώμα γέμισε το στόμα

Το στόμα πλημμύρισε τη γη


Οι επιθυμίες ντύθηκαν τον Εφιάλτη

Κι ο έρωτας φονιάς κατάντησε

Μετακόμισε ο Θεός σε άλλο γαλαξία

όμως αμέλησε να δώσει τη νέα του διεύθυνση

Ξέχασε η Κόλαση τα παράθυρα να κλείσει

κι η ζωή στα κρυφά έφυγε

χωρίς ούτε ενα αποχαιρετιστήριο σημείωμα


Γιατί


έχασα εκείνο το αγόρι που τα όνειρα κεντούσε

κι αντάμωσα αγέννητα αστέρια

σε κρεμάστρες σπασμένες


Γιατί ,

αλίμονο,

δεν μπορώ τα μάτια μου να βγάλω

για να με αντικρύσω»


Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα
ένα χέρι να μου τραβάει επίμονα το φουστάνι.

Ένα κορίτσι 13 χρονών περίπου

κρατούσε στο γυμνό στήθος του

μια μικρή πάνινη κούκλα

ενώ στο στόμα της

πιπίλιζε το μεγάλο της δάχτυλο.


«θέλω να γράψω και εγώ στο βιβλίο σου.

Αυτές τις ώρες δεν έχω και πολλά πράγματα

να κάνω παρά να θρέφω τη πληγή

που κάποιος δαίμονας φύτεψε στη κοιλιά μου.

Ναι, αυτές τις ώρες είμαι μάνα

και τις νύχτες πλαγιάζω με τους έκπτωτους παρθένους

που έχουν στρατοπεδεύσει έξω

απο την κρεβάτοκάμαρα μου.

Λύκοι , κυρία , είναι και για τη σάρκα μου πεινούν»

απόσωσε χαμηλώνοντας τη φωνή της.


Της έδωσα το βιβλίο χωρίς να μιλήσω.


Όταν απομακρύνθηκε άκουσα την κούκλα να κλαίει .

Το κορίτσι είχε ξεκολλήσει με βία το στόμα

που ρούφαγε με λαιμαργία το πράσινο πύο

απο τη ροδαλή της ρώγα.


Κοίταξα την ευχή γραμμένη
με ολοστρόγγυλα γράμματα.

«Κύριε, πάντα πίστευα σε σένα.

Σε ικετεύω, άκου την Προσευχή μου. Ακου εμένα

Θέλω να πεθάνω, στ’αλήθεια όμως αυτή τη φορά»


απόσπασμα από το "Βιβλίο των Νεκρών"


Μαρία Ρ.


Την στίξη στον τίτλο παρακαλώ τοποθετήστε την κατά βούληση

Dark Virtual Poetry

Dark Virtual Poetry σημαίνει αποκάλυψη της Σκοτεινής Ανθρώπινης Πλευράς. Δεν στοχεύει στην Εσταύρωση Πιστεύω ούτε στη γελοιοποίηση Ηθών. Δεν υποκύπτει όμως στους συντηρητικούς ευνούχους, αξιολύπητα τέκνα μιας ανέραστης, νεκρής κοινωνίας. Δεν διαφημίζει , δεν ψάχνει για οπαδούς. Ίσα Ίσα τους απεχθάνεται . Ενδιαφέρεται Μόνο για αληθινούς φίλους αναγνώστες. Σκοπός της Μαρίας Ρ. η Απομυθοποίηση Ανθρώπων και Θεών.Δεν υπάρχει προορισμός και οι διαδρομές είναι ασχημάτιστες.

Η Γη πυρπολείται απο υπ-ανθρώπους αλλά εμείς ακόμα υπάρχουμε και κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη ξιφολόγχη των λέξεων

Αλλά πάντα
υπάρχει το αύριο
που γεννά νέες προσδοκίες
νέα αινίγματα
νέα θαύματα

Σήμερα θ’ αρκεστούμε
στη σιωπή


Μ.Ρ
Οι υποτελείς μέρες
σπαταλώνται άνετα
στην αυτοτελή μας δυστυχία
καθώς τρέφονται
τα γύφτικα ερπετά
απ'την αυτάρκεια
του πόνου μας


Μ.Ρ.

Alex Papadiamantis

Blog Archive